Οι Ελληνες τρώμε πολλές πατάτες- βραστές, τηγανητές, ψητές. Εκατομμύρια πατάτες. Πατάτες Αιγύπτου, Τουρκίας, Γαλλίας, Κύπρου. Πού και πού, και λίγες ελληνικές. Συνολικά εισάγουμε 140 εκατομμύρια κιλά πατάτας τον χρόνο (στοιχεία 2009). Αλλά και ντομάτες εισάγουμε, περίπου 15 εκατομμύρια κιλά κατ΄ έτος. Η «παραδοσιακή» χωριάτικη σαλάτα συχνά παρασκευάζεται με ντομάτες εισαγωγής και κρεμμύδι Αιγύπτου ή Ολλανδίας.
Ακόμη και το χοιρινό του εορταστικού χριστουγεννιάτικου δείπνου ήταν πιθανώς εισαγόμενο, αφού η επάρκεια της ελληνικής παραγωγής δεν ξεπερνά το 20%. Δισεκατομμύρια ευρώ ξοδεύονται κάθε χρόνο για την εισαγωγή τροφίμων από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τρίτες χώρες. Παρά τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων, την τελευταία τριακονταετία η ελληνική παραγωγή παραμένει σταθερή. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Ευ.Κλωνάρης, μετά τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) και τέσσερα ΚΠΣ, ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα το διάστημα από το 1980 ως σήμερα αυξήθηκε μόλις κατά τρία στρέμματα (σήμερα φθάνει τα 42,6 στρέμματα).
Η στροφή λόγω επιδοτήσεων
Η ελληνική παραγωγή μπορεί να πάρει μπροστά, όπως αναφέρει ο κ. Χρ. Λαζανάκης, ο οποίος παράγει κηπευτικά προϊόντα με υδροπονία, μόνο αν σταματήσουν οι αγρότες να στηρίζονται στις επιδοτήσεις και να ρίχνουν ροδάκινα και άλλα προϊόντα στις χωματερές για να πάρουν τις αποζημιώσεις. «Πρέπει να δουλέψουν, να παραγάγουν καλά προϊόντα,ώστε να τα πωλήσουν στην αγορά με αξιώσεις, και όχι να κάθονται στα καφενεία και να καθοδηγούνται από τους γνωστούς κομματάρχες» επισημαίνει. «Τα κηπευτικά που παράγω τα πουλώ στην εσωτερική αγορά της Πάρου,όπου τα παράγω,και τα υπόλοιπα στην Αθήνα. Μάλιστα, υπάρχουν σκέψεις αργότερα να στραφώ και στην εξαγωγή τους» τονίζει.
Οι υψηλές επιδοτήσεις σε καπνό και βαμβάκι ώθησαν τους αγρότες να στραφούν σε τέτοιες καλλιέργειες. Και παρ΄ ότι τα τελευταία χρόνια η αγορά δεν ζητούσε αυτά τα προϊόντα, οι παραγωγοί, όπως σημειώνει ο κ. Κλωνάρης, «δεν επέλεγαν να καλλιεργήσουν είδη για τα οποία δεν δόθηκαν ποτέ επιδοτήσεις,όπως π.χ. η πατάτα». Αλλά ούτε και προς την κτηνοτροφία στράφηκαν οι έλληνες αγρότες, καθώς απαιτεί εργατικά χέρια και καθημερινή εργασία, σε αντίθεση με τη φυτική παραγωγή, η οποία είναι εκβιομηχανισμένη.
Από την άλλη πλευρά, το κόστος παραγωγής στη χώρα μας, σύμφωνα με τον κ. Λαζανάκη, έχει ανέβει πολύ εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές των λιπασμάτων και των υπόλοιπων φυτοπροστατευτικών ουσιών, καθώς και του ρεύματος. «Την ίδια στιγμή τα προϊόντα από τρίτες χώρες με φθηνά εργατικά χέρια φθάνουν στην Ελλάδα σε χαμηλότερες τιμές από τα ελληνικά. Τώρα που λόγω της κρίσης οι μετανάστες με τα χαμηλά μεροκάματα θα φύγουν από την Ελλάδα, θα οδηγηθούμε σε μια ακόμη πιο δύσκολη περίοδο, η οποία δεν ξέρω πού θα μας βγάλει. Σήμερα ίσως είναι η ευκαιρία να δημιουργήσουμε σωστές μονάδες παραγωγής,να μειώσουμε το κόστος και να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας αυτή την περίοδο που το έχει ανάγκη η χώρα» υποστηρίζει ο κ. Λαζανάκης. Και προσθέτει: «Πρέπει να αρχίσουμε να δουλεύουμε οργανωμένα και σωστά,και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να δώσει τις σωστές κατευθύνσεις» .
Στη Γερμανία, όπως διευκρινίζει ο αναπληρωτής καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αν. Σιώμος, οι αρμόδιοι κάνουν συστηματική καταγραφή των απαιτήσεων των καταναλωτών και ανάλογα προσαρμόζεται η βιομηχανία τροφίμων. Για παράδειγμα, παρατήρησαν ότι τελευταίως το σπαράγγι το αγόραζαν κυρίως ηλικιωμένοι, διότι οι νέοι δεν είχαν χρόνο να το καθαρίσουν. Ετσι «έριξαν» στην αγορά καθαρισμένο σπαράγγι. Το ίδιο συνέβη και με το κρεμμύδι, το οποίο πλέον πωλείται καθαρισμένο και ψιλοκομμένο. Οπως τονίζει ο καθηγητής, «πρέπει να ξέρουμε σε ποιαν αγορά απευθυνόμαστε και τι ζητάει αυτή».
Φθηνότερα τα εισαγόμενα
Στην Ελλάδα το πρώτο σε ποσότητα εισαγόμενο λαχανικό είναι η πατάτα. «Το μεγαλύτερο ποσοστό προέρχε ται από την Αίγυπτο.Είναι κατώτερης ποιότητας από την ελληνική πατάτα και δεν είναι πιστοποιημένη. Οι έμποροι όμως την αγοράζουν στο ένα δέκατο της τιμής από αυτήν που βρίσκουν στην Ελλάδα» λέει ο κ. Σιώμος. Το ίδιο κάνουν με την ντομάτα, το καρότο, το μαρούλι, το κολοκυθάκι, τη μελιτζάνα, την πιπεριά και το σέλινο.
Με το κρεμμύδι, το σκόρδο, το κουνουπίδι και το λάχανο οι εισαγωγές ορισμένες περιόδους είναι αναπόφευκτες, καθώς δεν παράγονται στην Ελλάδα όλες τις εποχές του χρόνου. Οπότε οι έμποροι αναζητούν σκόρδο από την Κίνα ή την Αίγυπτο, κρεμμύδι από την Ολλανδία κτλ. Στην ντομάτα ή στην πατάτα όμως κριτήριο για την εισαγωγή τους αποτελεί αποκλειστικά και μόνο η χαμηλή τιμή των εισαγόμενων, αφού τα λαχανικά αυτά παράγονται όλον τον χρόνο στη χώρα μας.
Σε αυτό το πεδίο, των φθηνών εργατικών χεριών και του χαμηλού κόστους παραγωγής, η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα. Ο κανόνας μπορεί να αντιστραφεί μόνο στο πεδίο της ποιότητας. Αρκεί να ξεπεραστεί ένα ακόμη εμπόδιο.
Το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας έχει σχέση με τα «κανάλια διάθεσης» των προϊόντων στην αγορά. Οπως επισημαίνει ο κ. Σιώῶος, «μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ απαιτεί πιστοποιημένα προϊόντα. Υπογράφει συμβόλαια με τους παραγωγούς,τα οποία καθορίζουν τις ποσότητες, την ποιότητα,την τιμή». Για να γίνει όμως ένας τέτοιος προγραμματισμός, η μεγάλη αλυσίδα θέλει να συνομιλεί με μια οργανωμένη βάση παραγωγών. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αντ.Πανούσης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνιάτρων Δημοσίων Υπαλλήλων, «το ισχύον συνεταιριστικό σύστημα θεωρείται χρεοκοπημένο και γραφειοκρατικό».
Πατάτες Καλαμάτας από την Αίγυπτο
Με σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες μοιάζει η αναζήτηση από τον καταναλωτή της χώρας προέλευσης των προϊόντων, μια και γύρω από την ταυτότητα των τροφίμων στήνονται συχνά κερδοσκοπικά παιχνίδια. Επιτήδειοι πωλούν τα εισαγόμενα προϊόντα ως ελληνικά χρησιμοποιώντας διάφορα κόλπα για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές.
Η πιο κοινή κομπίνα αφορά τις πατάτες. Μια συνήθης πρακτική που ακολουθούν ορισμένοι έμποροι είναι η εισαγωγή του λαχανικού από την Αίγυπτο στην Αθήνα όχι απευθείας αλλά μέσω άλλων περιοχών, π.χ. της Καλαμάτας, της Αχαΐας, της Θήβας. Εκεί τα αιγυπτιακά γεώμηλα ανακατεύονται με ντόπιο χώμα και βαφτίζονται ελληνικά για να προωθηθούν στην αγορά της πρωτεύουσας ως εγχώρια. Βάζουν ακόμη και διχτυωτά τσουβάλια τα οποία συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι έλληνες παραγωγοί για να ξεγελάσουν τους καταναλωτές.
«Πράσινη κάρτα» έχουν κατά καιρούς πάρει ζάχαρη Σερβίας, μέλι Βουλγαρίας ή Τουρκίας, κρασί Αφρικής, όσπρια Καναδά, Αργεντινής ή Κίνας, μπαρμπούνια Σενεγάλης και πολλά άλλα προϊόντα. Οι έλεγχοι του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) έχουν εντοπίσει πολλές φορές «εγχώρια» καρότα Ολλανδίας, «ντόπιους» χυμούς Αργεντινής, «κρητικές» ντομάτες Τουρκίας ή «κεφαλλονίτικο» κατσικάκι Ρουμανίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΣ,ΣΕΦ
«Ευνοούν την οικονομία και το... γκουρμέ»
Σε τι οφείλεται η ολοένα αυξανόμενη «αγάπη» των Ελλήνων για τα εισαγόμενα προϊόντα; Είναι ζήτημα αποκλειστικά οικονομικό; ΄Η μήπως οι διατροφικές μας συνήθειες έχουν μεταβληθεί σε τέτοιον βαθμό που επιλέγουμε «ξενόφερτες» γεύσεις αντί για τα παραδοσιακά προϊόντα του τόπου μας; Σύμφωνα με τον σεφ κ. Δημήτρη Σκαρμούτσο, η προτίμηση των καταναλωτών για τα εισαγόμενα προϊόντα εξηγείται πρωτίστως με όρους οικονομικούς.
«Εκ πρώτης όψεως ακούγεται “αφύσικο” να χρησιμοποιούμε λεμόνια Αργεντινής και ντομάτες Βελγίου. Κι όμως,οι τιμές αυτών των λαχανικών,τα οποία έχουν κάνει ένα... τεράστιο ταξίδι για να φτάσουν στο πιάτο μας, είναι φθηνότερες από τα αντίστοιχα ελληνικά. Ταυτόχρονα,σας διαβεβαιώνω ότι δεν υστερούν σε ποιότητα- αντιθέτως κάποιες φορές μπορεί να βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση και από τα ελληνικά!Συνεπώς,είναι λογικό τόσο οι καταναλωτέςόσο και οι επαγγελματίες της εστίασης να τα επιλέγουν» σχολιάζει ο κ. Σκαρμούτσος.
Πέρα από την οικονομική διάσταση, ωστόσο, ο έμπειρος σεφ υποστηρίζει ότι και οι μεταβαλλόμενες διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων παίζουν σημαντικό ρόλο.
«Πριν από μερικές δεκαετίες η μαγειρική ακολουθούσε τις εποχές. Οι σαλάτες, τα λαδερά πιάτα και σε ορισμένο βαθμό τα ψάρια διαμορφώνονταν ανάλογα με την εποχή του χρόνου και το κλίμα. Στις μέρες μας, αντιθέτως, έχουμε συνηθίσει να έχουμε στο πιάτο μας ό,τι επιθυμούμε,ανεξάρτητα από την εποχή. Αν όμως θέλω ντομάτα μες στο καταχείμωνο,λογικό δεν είναι να προτιμήσω την εισαγόμενη;» καταλήγει ο κ. Σκαρμούτσος.
Ακόμη και το χοιρινό του εορταστικού χριστουγεννιάτικου δείπνου ήταν πιθανώς εισαγόμενο, αφού η επάρκεια της ελληνικής παραγωγής δεν ξεπερνά το 20%. Δισεκατομμύρια ευρώ ξοδεύονται κάθε χρόνο για την εισαγωγή τροφίμων από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τρίτες χώρες. Παρά τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων, την τελευταία τριακονταετία η ελληνική παραγωγή παραμένει σταθερή. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Ευ.Κλωνάρης, μετά τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) και τέσσερα ΚΠΣ, ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα το διάστημα από το 1980 ως σήμερα αυξήθηκε μόλις κατά τρία στρέμματα (σήμερα φθάνει τα 42,6 στρέμματα).
Η στροφή λόγω επιδοτήσεων
Η ελληνική παραγωγή μπορεί να πάρει μπροστά, όπως αναφέρει ο κ. Χρ. Λαζανάκης, ο οποίος παράγει κηπευτικά προϊόντα με υδροπονία, μόνο αν σταματήσουν οι αγρότες να στηρίζονται στις επιδοτήσεις και να ρίχνουν ροδάκινα και άλλα προϊόντα στις χωματερές για να πάρουν τις αποζημιώσεις. «Πρέπει να δουλέψουν, να παραγάγουν καλά προϊόντα,ώστε να τα πωλήσουν στην αγορά με αξιώσεις, και όχι να κάθονται στα καφενεία και να καθοδηγούνται από τους γνωστούς κομματάρχες» επισημαίνει. «Τα κηπευτικά που παράγω τα πουλώ στην εσωτερική αγορά της Πάρου,όπου τα παράγω,και τα υπόλοιπα στην Αθήνα. Μάλιστα, υπάρχουν σκέψεις αργότερα να στραφώ και στην εξαγωγή τους» τονίζει.
Οι υψηλές επιδοτήσεις σε καπνό και βαμβάκι ώθησαν τους αγρότες να στραφούν σε τέτοιες καλλιέργειες. Και παρ΄ ότι τα τελευταία χρόνια η αγορά δεν ζητούσε αυτά τα προϊόντα, οι παραγωγοί, όπως σημειώνει ο κ. Κλωνάρης, «δεν επέλεγαν να καλλιεργήσουν είδη για τα οποία δεν δόθηκαν ποτέ επιδοτήσεις,όπως π.χ. η πατάτα». Αλλά ούτε και προς την κτηνοτροφία στράφηκαν οι έλληνες αγρότες, καθώς απαιτεί εργατικά χέρια και καθημερινή εργασία, σε αντίθεση με τη φυτική παραγωγή, η οποία είναι εκβιομηχανισμένη.
Από την άλλη πλευρά, το κόστος παραγωγής στη χώρα μας, σύμφωνα με τον κ. Λαζανάκη, έχει ανέβει πολύ εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές των λιπασμάτων και των υπόλοιπων φυτοπροστατευτικών ουσιών, καθώς και του ρεύματος. «Την ίδια στιγμή τα προϊόντα από τρίτες χώρες με φθηνά εργατικά χέρια φθάνουν στην Ελλάδα σε χαμηλότερες τιμές από τα ελληνικά. Τώρα που λόγω της κρίσης οι μετανάστες με τα χαμηλά μεροκάματα θα φύγουν από την Ελλάδα, θα οδηγηθούμε σε μια ακόμη πιο δύσκολη περίοδο, η οποία δεν ξέρω πού θα μας βγάλει. Σήμερα ίσως είναι η ευκαιρία να δημιουργήσουμε σωστές μονάδες παραγωγής,να μειώσουμε το κόστος και να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας αυτή την περίοδο που το έχει ανάγκη η χώρα» υποστηρίζει ο κ. Λαζανάκης. Και προσθέτει: «Πρέπει να αρχίσουμε να δουλεύουμε οργανωμένα και σωστά,και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να δώσει τις σωστές κατευθύνσεις» .
Στη Γερμανία, όπως διευκρινίζει ο αναπληρωτής καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αν. Σιώμος, οι αρμόδιοι κάνουν συστηματική καταγραφή των απαιτήσεων των καταναλωτών και ανάλογα προσαρμόζεται η βιομηχανία τροφίμων. Για παράδειγμα, παρατήρησαν ότι τελευταίως το σπαράγγι το αγόραζαν κυρίως ηλικιωμένοι, διότι οι νέοι δεν είχαν χρόνο να το καθαρίσουν. Ετσι «έριξαν» στην αγορά καθαρισμένο σπαράγγι. Το ίδιο συνέβη και με το κρεμμύδι, το οποίο πλέον πωλείται καθαρισμένο και ψιλοκομμένο. Οπως τονίζει ο καθηγητής, «πρέπει να ξέρουμε σε ποιαν αγορά απευθυνόμαστε και τι ζητάει αυτή».
Φθηνότερα τα εισαγόμενα
Στην Ελλάδα το πρώτο σε ποσότητα εισαγόμενο λαχανικό είναι η πατάτα. «Το μεγαλύτερο ποσοστό προέρχε ται από την Αίγυπτο.Είναι κατώτερης ποιότητας από την ελληνική πατάτα και δεν είναι πιστοποιημένη. Οι έμποροι όμως την αγοράζουν στο ένα δέκατο της τιμής από αυτήν που βρίσκουν στην Ελλάδα» λέει ο κ. Σιώμος. Το ίδιο κάνουν με την ντομάτα, το καρότο, το μαρούλι, το κολοκυθάκι, τη μελιτζάνα, την πιπεριά και το σέλινο.
Με το κρεμμύδι, το σκόρδο, το κουνουπίδι και το λάχανο οι εισαγωγές ορισμένες περιόδους είναι αναπόφευκτες, καθώς δεν παράγονται στην Ελλάδα όλες τις εποχές του χρόνου. Οπότε οι έμποροι αναζητούν σκόρδο από την Κίνα ή την Αίγυπτο, κρεμμύδι από την Ολλανδία κτλ. Στην ντομάτα ή στην πατάτα όμως κριτήριο για την εισαγωγή τους αποτελεί αποκλειστικά και μόνο η χαμηλή τιμή των εισαγόμενων, αφού τα λαχανικά αυτά παράγονται όλον τον χρόνο στη χώρα μας.
Σε αυτό το πεδίο, των φθηνών εργατικών χεριών και του χαμηλού κόστους παραγωγής, η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα. Ο κανόνας μπορεί να αντιστραφεί μόνο στο πεδίο της ποιότητας. Αρκεί να ξεπεραστεί ένα ακόμη εμπόδιο.
Το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας έχει σχέση με τα «κανάλια διάθεσης» των προϊόντων στην αγορά. Οπως επισημαίνει ο κ. Σιώῶος, «μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ απαιτεί πιστοποιημένα προϊόντα. Υπογράφει συμβόλαια με τους παραγωγούς,τα οποία καθορίζουν τις ποσότητες, την ποιότητα,την τιμή». Για να γίνει όμως ένας τέτοιος προγραμματισμός, η μεγάλη αλυσίδα θέλει να συνομιλεί με μια οργανωμένη βάση παραγωγών. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αντ.Πανούσης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνιάτρων Δημοσίων Υπαλλήλων, «το ισχύον συνεταιριστικό σύστημα θεωρείται χρεοκοπημένο και γραφειοκρατικό».
Πατάτες Καλαμάτας από την Αίγυπτο
Με σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες μοιάζει η αναζήτηση από τον καταναλωτή της χώρας προέλευσης των προϊόντων, μια και γύρω από την ταυτότητα των τροφίμων στήνονται συχνά κερδοσκοπικά παιχνίδια. Επιτήδειοι πωλούν τα εισαγόμενα προϊόντα ως ελληνικά χρησιμοποιώντας διάφορα κόλπα για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές.
Η πιο κοινή κομπίνα αφορά τις πατάτες. Μια συνήθης πρακτική που ακολουθούν ορισμένοι έμποροι είναι η εισαγωγή του λαχανικού από την Αίγυπτο στην Αθήνα όχι απευθείας αλλά μέσω άλλων περιοχών, π.χ. της Καλαμάτας, της Αχαΐας, της Θήβας. Εκεί τα αιγυπτιακά γεώμηλα ανακατεύονται με ντόπιο χώμα και βαφτίζονται ελληνικά για να προωθηθούν στην αγορά της πρωτεύουσας ως εγχώρια. Βάζουν ακόμη και διχτυωτά τσουβάλια τα οποία συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι έλληνες παραγωγοί για να ξεγελάσουν τους καταναλωτές.
«Πράσινη κάρτα» έχουν κατά καιρούς πάρει ζάχαρη Σερβίας, μέλι Βουλγαρίας ή Τουρκίας, κρασί Αφρικής, όσπρια Καναδά, Αργεντινής ή Κίνας, μπαρμπούνια Σενεγάλης και πολλά άλλα προϊόντα. Οι έλεγχοι του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) έχουν εντοπίσει πολλές φορές «εγχώρια» καρότα Ολλανδίας, «ντόπιους» χυμούς Αργεντινής, «κρητικές» ντομάτες Τουρκίας ή «κεφαλλονίτικο» κατσικάκι Ρουμανίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΑΡΜΟΥΤΣΟΣ,ΣΕΦ
«Ευνοούν την οικονομία και το... γκουρμέ»
Σε τι οφείλεται η ολοένα αυξανόμενη «αγάπη» των Ελλήνων για τα εισαγόμενα προϊόντα; Είναι ζήτημα αποκλειστικά οικονομικό; ΄Η μήπως οι διατροφικές μας συνήθειες έχουν μεταβληθεί σε τέτοιον βαθμό που επιλέγουμε «ξενόφερτες» γεύσεις αντί για τα παραδοσιακά προϊόντα του τόπου μας; Σύμφωνα με τον σεφ κ. Δημήτρη Σκαρμούτσο, η προτίμηση των καταναλωτών για τα εισαγόμενα προϊόντα εξηγείται πρωτίστως με όρους οικονομικούς.
«Εκ πρώτης όψεως ακούγεται “αφύσικο” να χρησιμοποιούμε λεμόνια Αργεντινής και ντομάτες Βελγίου. Κι όμως,οι τιμές αυτών των λαχανικών,τα οποία έχουν κάνει ένα... τεράστιο ταξίδι για να φτάσουν στο πιάτο μας, είναι φθηνότερες από τα αντίστοιχα ελληνικά. Ταυτόχρονα,σας διαβεβαιώνω ότι δεν υστερούν σε ποιότητα- αντιθέτως κάποιες φορές μπορεί να βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση και από τα ελληνικά!Συνεπώς,είναι λογικό τόσο οι καταναλωτέςόσο και οι επαγγελματίες της εστίασης να τα επιλέγουν» σχολιάζει ο κ. Σκαρμούτσος.
Πέρα από την οικονομική διάσταση, ωστόσο, ο έμπειρος σεφ υποστηρίζει ότι και οι μεταβαλλόμενες διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων παίζουν σημαντικό ρόλο.
«Πριν από μερικές δεκαετίες η μαγειρική ακολουθούσε τις εποχές. Οι σαλάτες, τα λαδερά πιάτα και σε ορισμένο βαθμό τα ψάρια διαμορφώνονταν ανάλογα με την εποχή του χρόνου και το κλίμα. Στις μέρες μας, αντιθέτως, έχουμε συνηθίσει να έχουμε στο πιάτο μας ό,τι επιθυμούμε,ανεξάρτητα από την εποχή. Αν όμως θέλω ντομάτα μες στο καταχείμωνο,λογικό δεν είναι να προτιμήσω την εισαγόμενη;» καταλήγει ο κ. Σκαρμούτσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου