Σαν σήμερα, πριν από 234 χρόνια, γεννήθηκε η Αγγλίδα συγγραφέας Jane Austen, μια από τις λίγες γυναίκες που τόλμησαν τον 18ο αι. να αποφασίσουν να ζήσουν από την πένα τους. Αξιοθαύμαστη τόσο για το ρεαλισμό όσο και για την οξυδερκή και καυστική κοινωνική κριτική των ηθών της εποχής της, η Austen παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο πολυδιαβασμένες συγγραφείς όλων των εποχών και συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων δημιουργών της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
H Jane Austen γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1775 στο Hampshire της Αγγλίας, έκτο κατά σειρά παιδί του ζεύγους των William George Austen και της Cassandra Leigh. Από τα επτά αδέρφια της, η Jane διατήρησε εξαιρετικά στενή σχέση με την μοναδική αδερφή της, Cassandra, και με τον αδερφό της Henry, ο οποίος ανέλαβε και την προώθηση των ύστερων έργων της. Ο πατέρας της George ήταν εφημέριος στο πρεσβυτέριο του Steventon, στο Hampshire από το 1765 έως το 1800, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούσε γη και αναλάμβανε τη μόρφωση νέων αγοριών για να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα.
Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, το 1783, η 8χρονη Jane και η αδερφή της Cassandra εστάλησαν στην Οξφόρδη, στην θεία τους Ann Cawley, προκειμένου να μορφωθούν. Και τα δυο κορίτσια όμως αρρωσταίνουν σοβαρά από τύφο και επιστρέφουν σπίτι τους, ώσπου, στις αρχές του 1785, τα δυο κορίτσια αποστέλλονται σε οικοτροφείο για να προχωρήσουν τη μόρφωσή τους. Η οικονομική όμως κατάσταση της οικογένειας δεν επιτρέπει όμως να ολοκληρωθεί κάτι τέτοιο και ένα χρόνο μετά η Jane και η Cassandra επιστρέφουν ξανά στην οικογενειακή εστία. Τα δυο κορίτσια δεν θα ζήσουν ποτέ ξανά εκτός του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός τους.
Την περαιτέρω μόρφωσή της Jane αναλαμβάνουν πλέον ο πατέρας της, George, ο οποίος της επέτρεπε απεριόριστη πρόσβαση στην πλούσια βιβλιοθήκη του, και οι αδερφοί της James και Henry. Σύμφωνα με τους βιογράφους της, στο σπίτι των Austen κυριαρχούσε μια αβίαστη ατμόσφαιρα ψυχαγωγίας και διανόησης. Οι Austen αγαπούσαν ιδιαιτέρως την τέχνη του θεάτρου και συχνά έστησαν παραστάσεις κατ’ οίκον, κυρίως κωμωδιών, μαζί με φίλους τους.
Η μικρή Jane είχε ήδη αρχίσει να γράφει. Ως ενήλικας, θα συγκεντρώσει ποιήματα, ιστορίες και θεατρικά έργα που έγραψε την περίοδο 1787-1793, σε τρία δεμένα σημειωματάρια, τα οποία σήμερα αποκαλούνται «Juvenilia». Μέσα σε αυτή τη συλλογή βρίσκεται το σατιρικό διήγημα Love and Freindship όπου ειρωνεύεται τα δημοφιλή διηγήματα της εποχής περί ευαισθησίας, και Η ιστορία της Αγγλίας, ένα χειρόγραφο 34 σελίδων που παρωδεί την ιστορική γραφή της εποχής και ειδικά τον Ιστορία της Αγγλίας του Oliver Goldsmith. «Ο Ερρίκος ο Δ’ ανήλθε στο θρόνο της Αγγλίας προς μεγάλη του ικανοποίηση το έτος 1399, αφού επικράτησε επί του ξαδέρφου του και προκατόχου του Ριχάρδου του Β’, ο οποίος παραιτήθηκε υπέρ του και αποσύρθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του στο Κάστρο Pomfret, όπου έτυχε να δολοφονηθεί», γράφει η έφηβη Jane. Ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών και μελετητής του έργου της, Richard Jenkyns, έχει χαρακτηρίσει σημεία από τα «Juvenilia» θυελλώδη και αναρχικά ενώ τα συγκρίνει με το έργο του λογοτέχνη του 18ου αι. Laurence Sterne αλλά και με αυτό της ομάδας κωμικών του 20ου αι. Monty Python.
Οι μελετητές της Austen θεωρούν ότι ήταν γύρω στο 1789 που αποφάσισε πλέον να ασχοληθεί με τη συγγραφή επαγγελματικά – απόφαση σοκαριστική για την κοινωνία της εποχής και ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή, λόγω των προκαταλήψεων. Στο διάστημα 1793 – 1795 η Jane Austen έγραψε το διήγημα «Lady Susan», ενώ πριν από το 1796, σύμφωνα με την αδερφή της, είχε ήδη ολοκληρώσει την πρώτη της απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος, με το «Elinor and Marianne», από το οποίο όμως δεν έχει διασωθεί κανένα χειρόγραφο. Πάντως, από αυτό το έργο φέρεται να προέκυψε αργότερα, μετά από σοβαρές αλλαγές, το «Sense and Sensibility».
Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα και η σύντομη αισθηματική ιστορία μεταξύ της 20χρονης Jane και του μαθητευόμενου δικηγόρου, Tom Lefroy. Η ιστορία είχε άδοξο τέλος, αφού η οικογένεια Lefroy φρόντισε να στείλει μακριά τον νεαρό από την χωρίς προίκα Jane και οι δυο νέοι δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Η μοναδική ιστορία ρομαντικού περιεχομένου για την οποία έχουμε πληροφορίες από τη ζωή της Austen, είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας του Julian Jarrold, «Becoming Jane» (2007).
Το 1797 ολοκλήρωσε το προσχέδιο για το δεύτερο μυθιστόρημά της, με τίτλο «First Impressions» (Πρώτες Εντυπώσεις), το οποίο αργότερα θα αποτελέσει τη βάση για το «Pride and Prejudice» (Περηφάνια και Προκατάληψη). Η Jane συνήθιζε να διαβάζει όλα της τα έργα ενώπιον της οικογένειάς της. Ο πατέρας της έκανε ήδη από τότε κάποιες προσπάθειες για να εκδοθεί το «First Impressions», χωρίς επιτυχία ωστόσο.
Το 1798 ξεκινά ένα τρίτο μυθιστόρημα – μια παρωδία για τα δημοφιλή γοτθικά διηγήματα της εποχής – στο οποίο έδωσε αρχικά τον τίτλο «Susan» - αργότερα όμως θα μετονομαστεί σε «The Northanger Abbey» (Το Αβαείο του Νορθάνγκερ).
Το 1800 ο πατέρας της ανακοινώνει ότι αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί και η οικογένεια μετακομίζει στο Bath, προς δυσφορία της ίδιας της Jane που πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι της. Την εποχή εκείνη σημειώνεται κάμψη στην παραγωγικότητά της, αλλά εξακολουθεί να διορθώνει προηγούμενα γραπτά της. Το Δεκέμβριο του 1802 της γίνεται πρόταση γάμου από τον Harris Bigg-Wither. Η Jane αποδέχεται την πρόταση – ο γάμος θα προσέφερε σημαντικές διευκολύνσεις στην οικογένειά της, εξασφάλιση για τους γονείς αλλά και για την αδερφή της. Το επόμενο πρωί όμως, η Austen συνειδητοποιεί ότι η πραγματοποίηση ενός τέτοιου γάμου θα ήταν λάθος και αποσύρει το λόγο της. Δεν υπάρχει καταγραφή σε αλληλογραφία ή ημερολόγια για το πως ένιωθε για αυτή την πρόταση γάμου, σε μια επιστολή της όμως προς την ανιψιά της, Fanny Knight, η οποία ζητούσε συμβουλή για μια σοβαρή σχέση, η Austen γράφει: «Θα σε παρότρυνα να μην δεσμεύσεις τον εαυτό σου περαιτέρω και να μην σκέφτεσαι καν να τον δεχθείς, εκτός και αν πραγματικά τον θέλεις. Οτιδήποτε είναι προτιμότερο ή ανεκτό από το να παντρευτείς χωρίς αγάπη».
Το 1805 πεθαίνει, ύστερα από σύντομη αρρώστια, ο George Austen, αφήνοντας τη σύζυγο και τις δυο κόρες του σε ιδιαίτερα δεινή οικονομική κατάσταση. Προκειμένου να επιβιώσουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια οι τρεις γυναίκες λαμβάνουν επιδόματα από τους γιους της οικογένειας ενώ αναγκάζονται να περνάνε αρκετό χρόνο ως φιλοξενούμενες σε σπίτια συγγενών. Το 1809 ο αδερφός της Jane, Edward, προσέφερε μια αγροικία στη μητέρα και τις αδερφές του, βελτιώνοντας έτσι σημαντικά το επίπεδο της ζωής τους. Η Jane, σε αυτό το ήρεμο περιβάλλον, ξεκινά πάλι να γράφει σχεδόν καθημερινά.
Το 1811 ο εκδότης Thomas Egerton εξέδωσε το «Sense and Sensibility», το οποίο γίνεται ευμενώς αποδεκτό από κριτικούς και κοινό, και μέσα σε 1,5 χρόνο εξαντλήθηκε η έκδοση, προσφέροντας στη συγγραφέα πολύτιμη οικονομική και ψυχολογική ενίσχυση. Ακολουθεί η έκδοση του «Pride and Prejudice», τον Ιανουάριο του 1813, το οποίο γίνεται άμεσα μεγάλη επιτυχία και μέσα στον ίδιο χρόνο ανατυπώθηκε. Το «Mansfield Park» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1814· οι κριτικοί το αγνοούν αλλά το αναγνωστικό κοινό το λατρεύει. Τον Δεκέμβριο του 1815 κυκλοφορεί, από τον εκδότη John Murray πλέον, το «Emma» και ακολουθεί η δεύτερη έκδοση του «Mansfield Park». Αυτά είναι και τα έργα που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της Jane Austen.
Τα πρώτα προβλήματα της υγείας της Jane Austen εμφανίζονται στις αρχές του 1816. Η συγγραφέας συνέχισε να εργάζεται και να συμμετάσχει στις συνηθισμένες δραστηριότητές της μέχρι τα μισά του έτους, οπότε η κατάστασή της είχε πλέον επιδεινωθεί σημαντικά. Τον Ιανουάριο του 1817 ξεκινά ένα ακόμα μυθιστόρημα, το οποίο αποκαλούσε «The Brothers», αλλά δυο μήνες αργότερα σταματά εντελώς να εργάζεται αφού η υγεία της δεν της το επιτρέπει. Σύντομα καθηλώνεται στο κρεβάτι και, στις 18 Ιουλίου 1817, η Jane Austen πεθαίνει σε ηλικία 41 ετών. Σήμερα, οι επιστήμονες που μελετούν τις μαρτυρίες για τα συμπτώματα που παρουσίαζε η συγγραφέας, εκτιμούν ότι αιτία θανάτου της ήταν η φυματίωση, και όχι η ασθένεια Addison, όπως είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Η αδερφή της Cassandra και ο αδερφός της Henry φροντίζουν ώστε μέσα σε λίγους μήνες να εκδοθούν τα «Persuasion» (Πειθώ) και «Northanger Abbey». Οι πωλήσεις πήγαν καλά για ένα χρόνο, αλλά μετά ελαττώθηκαν, ώσπου το 1820 ο Murray απαλλάχθηκε από τα εναπομείναντα αντίτυπα. Τα έργα της Austen έμειναν εκτός τυπογραφείου για δώδεκα χρόνια, ώσπου το 1832 ο εκδότης Richard Bentley αγόρασε όσα πνευματικά δικαιώματα έργων της Austen δεν είχαν κατοχυρωθεί και εξέδωσε τα άπαντά της σε πέντε τόμους.
Τα έργα της έφεραν λίγη αναγνώριση στην ίδια την Jane Austen, αφού όσα εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της, κυκλοφόρησαν ανώνυμα. Οι περισσότερες από τις κριτικές της εποχής, αν και ήταν ρηχές και καυστικές, ήταν υπέρ των έργων της ενώ συνήθιζαν να εστιάζουν στα ηθικά διδάγματα. Ο μεγάλος λογοτέχνης της εποχής Sir Walter Scott, είχε συντάξει κι εκείνος μια ανώνυμη κριτική για την Austen, όπου εκθείαζε τον ρεαλισμό των ιστοριών της. Μια άλλη σημαντική κριτική της εποχής ήταν αυτή του οικονομολόγου αγγλικανού Αρχιεπισκόπου του Δουβλίνου, Richard Whately, ο οποίος επαίνεσε τα δραματικά χαρακτηριστικά της αφήγησής της, προχωρώντας σε κολακευτικές για την συγγραφέα συγκρίσεις με προσωπικότητες όπως αυτή του Shakespeare.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. τα έργα της εξακολουθούσαν να πωλούνται σταθερά ενώ απέκτησε διάσημους θαυμαστές, όπως ο Henry James ο οποίος την έθεσε μεταξύ των «μεγάλων ζωγράφων της ζωής» W. Shakespeare, M. de Cervantes και H. Fielding. Τη δεκαετία του 1880 ο συγγραφέας και κριτικός Leslie Stephen αναφέρεται στη λαϊκή μανία που αναπτύχθηκε γύρω από το όνομα της Austen, κάτι στο οποίο συνέβαλε και η έκδοση του A Memoir of Jane Austen από τον αδερφό της James Edward Austen-Leigh. Στα τέλη του αιώνα εκδόθηκαν και τα πρώτα κριτικής πάνω στο έργο της Austen.
Ήταν τον 20ο αι. που το έργο της Jane Austen έγινε αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης, με πρώτο τον σαιξπηρικό μελετητή A. C. Bradley να εκδίδει μια εργασία η οποία αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για τη σοβαρή ακαδημαϊκή προσέγγιση του έργου της Jane Austen.
Η πρώτη προσαρμογή έργου της Austen για τον κινηματογράφο έγινε το 1940, όταν η Metro Goldwyn Mayer παρήγαγε το «Περηφάνια και Προκατάληψη» με πρωταγωνιστές τον Lawrence Olivier και την Greer Garson. Τo BBC έκανε αρκετές παραγωγές για την τηλεόραση τη δεκαετία του 1970, αλλά ήταν το 1995 κι έπειτα, με την μεταφορά στον κινηματογράφο του «Sense and Sensibility» από τον Ang Lee ταυτόχρονα με την εξαιρετικά δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του BBC «Pride and Prejudice», που σημειώθηκε έκρηξη στις προσαρμογές των έργων της Austen τόσο για τον κινηματογράφο όσο και για την τηλεόραση.
«Let other pens dwell on guilt and misery» Jane Austen
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου