Η Ελλάδα με κατάθλιψη! Αυτό τουλάχιστον δείχνει η νέα έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιοποιήθηκε τη Δευτέρα (11/10)...
Οι Έλληνες βιώνουν λιγότερα θετικά συναισθήματα και περισσότερα αρνητικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο....
· Περισσότεροι από επτά στους δέκα Έλληνες (75%) αισθάνονται αγχωμένοι (μερικές φορές, τις περισσότερες φορές ή συνέχεια).
· Ένας στους δύο (49%) αισθάνεται αποθαρρυμένος και θλιμμένος.
· Το 44% των Ελλήνων νιώθουν τόσο στεναχωρημένοι που τίποτα δεν μπορεί να τους φτιάξει το κέφι.
· Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία λέει «όχι» στα αντικαταθλιπτικά (97%), ή σε βοήθεια από επαγγελματία (92%).
Γενικά, οι Έλληνες ερωτηθέντες φαίνεται πως έχουν λιγότερο θετικά συναισθήματα σε σύγκριση με τον μέσο όρο, βιώνουν θετικά συναισθήματα λιγότερο συχνά και τα αρνητικά συναισθήματα είναι πιο συχνά σε σύγκριση με τον μέσο όρο.
Ένιωθαν θετικά συναισθήματα όπως να είναι «ευτυχισμένοι», «ήρεμοι και γαλήνιοι» και «γεμάτοιενέργεια» σε ποσοστό χαμηλότερο του μέσου όρου για τις απαντήσεις «συνέχεια» ή «τον περισσότερο καιρό» (43%, 46% και 54% αντιστοίχως σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 61%, 61% και 51%).
Επιπλέον, τα ποσοστά αυτών που ένιωθαν «ιδιαίτερη ένταση» και «κουρασμένοι» «τον περισσότερο καιρό» ήταν μεγαλύτερα από τον μέσο όρο (18% και 22% αντιστοίχως, σε σύγκριση με τους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 12% και 17%), ενώ λιγότεροι σε σύγκριση με τον μέσο όρο δεν ένιωθαν «ποτέ» ή ένιωθαν «σπάνια» «κατηφείς» «αποκαρδιωμένοι και θλιμμένοι» και «εξαντλημένοι» (56%, 51% και 43% αντιστοίχως, σε σύγκριση με τους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 74%, 66% και 47%).
Γενικά, οι Έλληνες ερωτηθέντες δεν νιώθουν ότι έχουν καταφέρει λιγότερα εξαιτίας κάποιου σωματικού προβλήματος (43% «ποτέ» σε σύγκριση με 41% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ). Ωστόσο, τα συναισθηματικά προβλήματα φαίνεται πως συνετέλεσαν ώστε να καταφέρουν λιγότερα σε σύγκριση με τον μέσο όρο (43% «ποτέ», σε σύγκριση με 53% που είναι ο μέσος όρος).
Περισσότεροι Έλληνες ερωτηθέντες σε σύγκριση με τον μέσο όρο ένιωσαν ότι ένα συναισθηματικό πρόβλημα τους οδήγησε «σπάνια» (28%έναντι 20% του μέσου όρου στην ΕΕ) και «μερικές φορές» (22% έναντι 18% του μέσου όρου στην ΕΕ) να καταφέρουν λιγότερα. Παρόλα αυτά, λιγότεροι σε σύγκριση με τον
μέσο όρο αναζήτησαν επαγγελματική βοήθεια μέσα στους τελευταίους 12 μήνες (7% έναντι 15% του μέσου όρου στην ΕΕ), το ποσοστό των οποίων μειώθηκε σημαντικά από το 2006 (-6 ποσοστιαίες μονάδες).
Περίπου οι έξι στους 10 (58%) νιώθουν ότι δεν κατάφεραν «ποτέ» λιγότερα εξαιτίας ενός σωματικού προβλήματος, σε σύγκριση με τον μέσο όρο που είναι στο 41%, και σε ανάλογο ποσοστό (60%) νιώθουν το ίδιο για τις επιπτώσεις ενός συναισθηματικού προβλήματος (σε αντίθεση με τον μέσο όρο της ΕΕ που φτάνει το 53%).
Το ποσοστό των Κυπρίων ερωτηθέντων που αναζήτησε επαγγελματική βοήθεια για κάποιο ψυχολογικό ή συναισθηματικό πρόβλημα μέσα στους τελευταίους 12 μήνες είναι το ίδιο με τον μέσο όρο της ΕΕ (14% σε σχέση με το 15% της ΕΕ). Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2006 (+4 ποσοστιαίες μονάδες).
Επιπλέον, το ποσοστό των Ελλήνων ερωτηθέντων οι οποίοι πήραν aντικαταθλιπτικά μέσα στους τελευταίους 12 μήνες ήταν μικρότερο σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ (μόνο 3% έναντι 7% του μέσου όρου στην ΕΕ).
Οι περισσότεροι Έλληνες ερωτηθέντες πήραν τα αντικαταθλιπτικά για να καταπολεμήσουν το άγχος (54%) παρά την κατάθλιψη (33%), ενώ ο μέσος όρος των ερωτηθέντων στην Ευρώπη τα πήρε εξ ίσου για την κατάθλιψη και το άγχος.
Οι Έλληνες ερωτηθέντες ανησυχούν περισσότερο για την εξασφάλιση της θέσης εργασίας τους, με τέσσερεις στους δέκα (42%) να συμφωνούν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο που ανέρχεται στο ένα τέταρτο (25%). Νιώθουν το ίδιο με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους σχετικά με το κατά πόσο η δουλειά τους αντικατοπτρίζει τις ικανότητές τους και την αναγνώριση που λαμβάνουν στην εργασία τους. cosmo.gr
Οι Έλληνες βιώνουν λιγότερα θετικά συναισθήματα και περισσότερα αρνητικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο....
· Περισσότεροι από επτά στους δέκα Έλληνες (75%) αισθάνονται αγχωμένοι (μερικές φορές, τις περισσότερες φορές ή συνέχεια).
· Ένας στους δύο (49%) αισθάνεται αποθαρρυμένος και θλιμμένος.
· Το 44% των Ελλήνων νιώθουν τόσο στεναχωρημένοι που τίποτα δεν μπορεί να τους φτιάξει το κέφι.
· Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία λέει «όχι» στα αντικαταθλιπτικά (97%), ή σε βοήθεια από επαγγελματία (92%).
Γενικά, οι Έλληνες ερωτηθέντες φαίνεται πως έχουν λιγότερο θετικά συναισθήματα σε σύγκριση με τον μέσο όρο, βιώνουν θετικά συναισθήματα λιγότερο συχνά και τα αρνητικά συναισθήματα είναι πιο συχνά σε σύγκριση με τον μέσο όρο.
Ένιωθαν θετικά συναισθήματα όπως να είναι «ευτυχισμένοι», «ήρεμοι και γαλήνιοι» και «γεμάτοιενέργεια» σε ποσοστό χαμηλότερο του μέσου όρου για τις απαντήσεις «συνέχεια» ή «τον περισσότερο καιρό» (43%, 46% και 54% αντιστοίχως σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 61%, 61% και 51%).
Επιπλέον, τα ποσοστά αυτών που ένιωθαν «ιδιαίτερη ένταση» και «κουρασμένοι» «τον περισσότερο καιρό» ήταν μεγαλύτερα από τον μέσο όρο (18% και 22% αντιστοίχως, σε σύγκριση με τους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 12% και 17%), ενώ λιγότεροι σε σύγκριση με τον μέσο όρο δεν ένιωθαν «ποτέ» ή ένιωθαν «σπάνια» «κατηφείς» «αποκαρδιωμένοι και θλιμμένοι» και «εξαντλημένοι» (56%, 51% και 43% αντιστοίχως, σε σύγκριση με τους μέσους όρους στην ΕΕ που ανέρχονται σε 74%, 66% και 47%).
Γενικά, οι Έλληνες ερωτηθέντες δεν νιώθουν ότι έχουν καταφέρει λιγότερα εξαιτίας κάποιου σωματικού προβλήματος (43% «ποτέ» σε σύγκριση με 41% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ). Ωστόσο, τα συναισθηματικά προβλήματα φαίνεται πως συνετέλεσαν ώστε να καταφέρουν λιγότερα σε σύγκριση με τον μέσο όρο (43% «ποτέ», σε σύγκριση με 53% που είναι ο μέσος όρος).
Περισσότεροι Έλληνες ερωτηθέντες σε σύγκριση με τον μέσο όρο ένιωσαν ότι ένα συναισθηματικό πρόβλημα τους οδήγησε «σπάνια» (28%έναντι 20% του μέσου όρου στην ΕΕ) και «μερικές φορές» (22% έναντι 18% του μέσου όρου στην ΕΕ) να καταφέρουν λιγότερα. Παρόλα αυτά, λιγότεροι σε σύγκριση με τον
μέσο όρο αναζήτησαν επαγγελματική βοήθεια μέσα στους τελευταίους 12 μήνες (7% έναντι 15% του μέσου όρου στην ΕΕ), το ποσοστό των οποίων μειώθηκε σημαντικά από το 2006 (-6 ποσοστιαίες μονάδες).
Περίπου οι έξι στους 10 (58%) νιώθουν ότι δεν κατάφεραν «ποτέ» λιγότερα εξαιτίας ενός σωματικού προβλήματος, σε σύγκριση με τον μέσο όρο που είναι στο 41%, και σε ανάλογο ποσοστό (60%) νιώθουν το ίδιο για τις επιπτώσεις ενός συναισθηματικού προβλήματος (σε αντίθεση με τον μέσο όρο της ΕΕ που φτάνει το 53%).
Το ποσοστό των Κυπρίων ερωτηθέντων που αναζήτησε επαγγελματική βοήθεια για κάποιο ψυχολογικό ή συναισθηματικό πρόβλημα μέσα στους τελευταίους 12 μήνες είναι το ίδιο με τον μέσο όρο της ΕΕ (14% σε σχέση με το 15% της ΕΕ). Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2006 (+4 ποσοστιαίες μονάδες).
Επιπλέον, το ποσοστό των Ελλήνων ερωτηθέντων οι οποίοι πήραν aντικαταθλιπτικά μέσα στους τελευταίους 12 μήνες ήταν μικρότερο σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ (μόνο 3% έναντι 7% του μέσου όρου στην ΕΕ).
Οι περισσότεροι Έλληνες ερωτηθέντες πήραν τα αντικαταθλιπτικά για να καταπολεμήσουν το άγχος (54%) παρά την κατάθλιψη (33%), ενώ ο μέσος όρος των ερωτηθέντων στην Ευρώπη τα πήρε εξ ίσου για την κατάθλιψη και το άγχος.
Οι Έλληνες ερωτηθέντες ανησυχούν περισσότερο για την εξασφάλιση της θέσης εργασίας τους, με τέσσερεις στους δέκα (42%) να συμφωνούν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο που ανέρχεται στο ένα τέταρτο (25%). Νιώθουν το ίδιο με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους σχετικά με το κατά πόσο η δουλειά τους αντικατοπτρίζει τις ικανότητές τους και την αναγνώριση που λαμβάνουν στην εργασία τους. cosmo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου