Mπορεί να εξασφαλίσει μία καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών έκτασης 10 στρεμμάτων, ενώ, παράλληλα με την καλλιέργεια βοτάνων, η παραγωγή αιθέριων ελαίων από τα φυτά με τη δημιουργία μίας καθετοποιημένης μονάδας φαντάζει ως μια μεγάλη επενδυτική ευκαιρία με προοπτική εσόδων σε βάθος τριετίας που μπορεί να προσεγγίσει τα 100.000 ευρώ.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, τόσο στον πρωτογενή όσο και στον τομέα μεταποίησης, είναι μεγάλες, ενώ υπάρχει ένα βασικό πλεονέκτημα των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τα περισσότερα άλλα γεωργικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά.
Ολα τα οπωροκηπευτικά θα πρέπει να διατίθενται μέσα σε μικρό χρονικό περιθώριο -έως ότου είναι ακόμη αποδεκτά από το καταναλωτικό κοινό-, απευθυνόμενα μάλιστα μόνο σε μία αγορά. Εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα βότανα, τα οποία διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πράγμα το οποίο επωφελείται μία καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών.
Η πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών, όπως π.χ. ο βασιλικός, η μέντα, ο δυόσμος, το δεντρολίβανο κ.ά., τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές (χύδην, σε ματσάκια, σε γλαστράκια κ.λπ.), στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων, των σπιτιών μας κ.λπ.
Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των αρωματικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη, που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες, όμως, και απαιτητικές συνθήκες-, είναι αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία, βέβαια, απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία. Η προοπτική, άλλωστε, σε ορίζοντα τριετίας ετήσιων εσόδων της τάξης των 100.000 ευρώ κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη είναι.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όμως, χρειάζεται σχεδιασμός, απόκτηση τεχνογνωσίας, προσωπική ενασχόληση σε όλα τα στάδια -καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση, απόσταξη, διακίνηση, εμπορία- πέρα από τα αναγκαία κεφάλαια.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, τόσο στον πρωτογενή όσο και στον τομέα μεταποίησης, είναι μεγάλες, ενώ υπάρχει ένα βασικό πλεονέκτημα των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τα περισσότερα άλλα γεωργικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά.
Ολα τα οπωροκηπευτικά θα πρέπει να διατίθενται μέσα σε μικρό χρονικό περιθώριο -έως ότου είναι ακόμη αποδεκτά από το καταναλωτικό κοινό-, απευθυνόμενα μάλιστα μόνο σε μία αγορά. Εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα βότανα, τα οποία διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πράγμα το οποίο επωφελείται μία καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών.
Η πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών, όπως π.χ. ο βασιλικός, η μέντα, ο δυόσμος, το δεντρολίβανο κ.ά., τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές (χύδην, σε ματσάκια, σε γλαστράκια κ.λπ.), στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων, των σπιτιών μας κ.λπ.
Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των αρωματικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη, που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες, όμως, και απαιτητικές συνθήκες-, είναι αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία, βέβαια, απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία. Η προοπτική, άλλωστε, σε ορίζοντα τριετίας ετήσιων εσόδων της τάξης των 100.000 ευρώ κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη είναι.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όμως, χρειάζεται σχεδιασμός, απόκτηση τεχνογνωσίας, προσωπική ενασχόληση σε όλα τα στάδια -καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση, απόσταξη, διακίνηση, εμπορία- πέρα από τα αναγκαία κεφάλαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου